- ρευστικός
- -ή, -όν, ΝΜΑ [ῥευστός]αυτός που έχει την ιδιότητα τής ροής, ρευστόςνεοελλ.φρ. «ρευστική υφή»(πετρογρ.) δομή με συγκεκριμένο προσανατολισμό που απαντά σε εκρηξιγενή πετρώματα, όπως είναι τα ρεύματα λάβας και ορισμένες μαγματικές διεισδύσεις, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει τη διεύθυνση τής ροής τού σχεδόν στερεοποιημένου μάγματος.επίρρ...ῥευστικῶς Ακατά ρευστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.